- αλίτημα
- ἀλίτημα, το (Μ) [ἀλιταίνω]αδίκημα, αμάρτημα, σφάλμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλίτημα — sin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιτήματα — ἀλίτημα sin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιταίνω — ἀλιταίνω (επικ. ρ.) (Α) 1. προσβάλλω, αδικώ, βλάπτω 2. υπερβαίνω, παραβαίνω 3. σφάλλω, πέφτω έξω, δεν πετυχαίνω κάτι 4. (η μτχ. ως επίθ.) ἀλιτήμενος αμαρτωλός, ανόσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα σχηματίζεται από τη μηδενισμένη βαθμίδα θ. τής λ. ἀλείτης*… … Dictionary of Greek